κοινόβιος — α, ο (AM κοινόβιος, ον) 1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους 2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν) α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από… … Dictionary of Greek
πρωτοκοκκώδη — (protococcales). Oνομάζονται και χλωροκοκκώδη. Χλωρόφυτα: Αποτελούν παράλληλη σειρά με τα βολβοκώδη, είναι όμως ακίνητα και μόνο την περίοδο του πολλαπλασιασμού παρουσιάζουν ζωοσπόρια με 2 μαστίγια. Σε ορισμένα μόνο γένη παρατηρείται εγγενής… … Dictionary of Greek
σφαιρέλ(λ)α — η, Ν. βοτ. γένος χλωροφυκών τής τάξης βολβοκώδη που περιλαμβάνει μονοκυτταρικά είδη με κινητά μαστιγοφόρα κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphaerella < σφαῖρα + λατ. κατάλ. ella] … Dictionary of Greek
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek
χλαμυδομοναδώδη — τα, Ν βοτ. άλλη ονομασία τών χλωροφυλλούχων μονοκύτταρων οργανισμών βολβοκώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlamydomonales] … Dictionary of Greek
χλωρογόνιο — το, Ν βοτ. γένος μονοκύτταρων μαστιγοφόρων οργανισμών τής τάξης χλωροφυκών βολβοκώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorogonium] … Dictionary of Greek